- φώσφορος
- φώσφόρος ο хим. фосфор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Φωσφόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… … Dictionary of Greek
φωσφόρος — ο (χημ.), αμέταλλο στοιχείο πολύ εύφλεκτο, φωτεινό στο σκοτάδι (σύμβολο Ρ, ατομικός αριθμός 15 και ατομικό βάρος 30,98) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωσφόροις — φώσφορος bringing masc/fem/neut dat pl φωσφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσφόρον — φωσφόρος masc/fem acc sg φωσφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσφόρου — φώσφορος bringing masc/fem/neut gen sg φωσφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσφόρους — φώσφορος bringing masc/fem acc pl φωσφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσφόρων — φώσφορος bringing masc/fem/neut gen pl φωσφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωσφόρῳ — φώσφορος bringing masc/fem/neut dat sg φωσφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φώσφορον — φώσφορος bringing masc/fem acc sg φώσφορος bringing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)